- μηκυντικός
- μηκυντικός, -ή, -όν (Α) [μηκύνω]1. αυτός που συνηθίζει να μεταβάλλει τα βραχέα φωνήεντα σε μακρά «[οἱ Ἀττικοί] μηκυντικοί εἰσι κατὰ τὰ φωνήεντα», Απολλ. Δύσκ.)2. (για τα φωνήεντα -η και -ω) ο φύσει μακρός («τῆς φύσεως τῶν στοιχείων [η, ω] οὔσης μηκυντικῆς», Σχόλ. Ηφαιστ.).
Dictionary of Greek. 2013.